-
1 σπουδάζω
σπουδάζω, fut. σπουδάσομαι Plat. Euthyphr. 3 e, σπουδάσω 2. Petr. 1, 15, eigtl. intrans. sich sputen, eilig, thätig sein, sich emsig womit beschäftigen, eifrig um Etwas bemühen; οὐ γὰρ λόγοισι τὸν βίον σπουδάζομεν λαμπρὸν ποιεῖσϑαι μᾶλλον ἢ τοῖς δρωμένοις, Soph. O. C. 1145; ὅτ' ἐσπούδαζες ἄρχειν Δαναΐδαις, Eur. I. A. 337; u. pass., πέλας πᾶν ὅ τι σπουδάζεται, Suppl. 761; σπουδαστέον, I. A. 902; Ar. Th. 572; περὶ τὰ χρήματα σπουδάζουσιν ὡς ἔργον ἑαυτῶν, Plat. Rep. I, 330 a, u. öfter; auch c. acc., οὐκ ἄξια πολλῆς σπουδῆς ἐσπούδακεν, Soph. 259 c; u. pass., ὧν ἕνεκα χρήματα μετὰ πολλῆς δαπάνης σπ ουδάζεται, Rep. VI, 485 e; πᾶσα ἡ τοιαύτη σπουδὴ οὐκ ἐπὶ τούτοις ἐστὶν ἐσπουδασμένη, Lys. 219 e; προοίμια ϑαυμαστῶς ἐσπουδασμένα, ausgearbeitet, Legg. IV, 722 d; vgl. τὰ μάλα ἐσπουδασμένα σῖτα καὶ ποτά, sorgfältig zubereitet, Xen. Cyr. 4, 2, 38; ἐπί τινι, Mem. 1, 3, 11, wie ἐπὶμικροῖς Isocr. 4, 171; περὶ τὰ ὅμοια ἐσπουδακώς, Luc. Nigr. 6; – sich ernstlich womit beschäftigen, ernsthaft sein, mit Ernst sprechen u. handeln, σκώπτειν πειρᾷ καὶ κωμῳδεῖν τοῠ σπουδάζειν ἀμελήσας, Ar. Plut. 557; ὅταν οἱ δεσπόται ἐσπουδάκωσι, Ran. 811; σπουδάζει ταῦτα Σωκράτης ἢ παίζει, Plat. Gorg. 481 b, vgl. Phaedr. 234 b u. Lys. 24, 18; ἐφ' οἷς ἐσπούδακε, Plat. Phaedr. 276 b; διὰ ταῠτα προςεπαισάτην τε καὶ οὐκ ἐσπουδασάτην, Euthyd. 283 c; περὶ τούτων ἔπαιζε ἅμα σπουδάζων, Xen. Mem. 1, 3, 7; πρός τινα, ernsthaft mit Einem verhandeln, Cyr. 1, 3, 11; ἐν οἷς διατρίβετε καὶ περὶ ἃ σπουδάζετε, Dem. 6, 4; πρός τινα, Jem. gewogen sein, 21, 4; πρὸς χρημάτων ατῆσιν, 24, 184; ὑπὲρ τῶν δούλων, Aesch. 1, 17. – Mit dem acc. der Person, Einen unterstützen, sich seiner eifrig annehmen, ihn zu befördern suchen, Sp., Plut. oft; τοὺς περὶ αὑτὸν σπουδάζοντας, Isocr. 1, 10; ὲπί τινι, 2, 44; pass. σπουδάζομαι, ich werde geschätzt, man bekümmert sich viel um mich, τὴν Ἀσπασίαν ὑπὸ τοῠ Περικλέους σπουδασϑῆναι, Plut. Pericl. 24, vgl. Alex. 53.
См. также в других словарях:
πρόκειμαι — ΝΜΑ [κεῑμαι] 1. κείμαι, έχω τεθεί μπροστά από κάποιον ή κάτι 2. (το ουδ. μτχ. ως ουσ.) το προκείμενων) α) (σχετικά με λόγο) το θέμα που βρίσκεται υπό συζήτηση («ελάτε στο προκείμενο») β) (λειτ.) ψαλμικός στίχος που προτάσσεται από έναν ψαλμό και… … Dictionary of Greek